καταπεταννύω

καταπεταννύω
(Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω)
αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» — αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ.
β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε» — ανοίξτε τα πανιά, Ευρ.)
νεοελλ.
(κυρίως στις φρ.) α) «καταπετάννυται η αυλαία» — πέφτει, απλώνεται η αυλαία από πάνω προς τα κάτω ή από τα πλάγια προς το κέντρο, στο τέλος κάθε πράξης θεατρικού έργου
β) «καταπεταννύω την αυλαία»
μτφ. συγκαλύπτω, αποκρύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ κάτι
αρχ.
καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω με κάτι («ἵπποι ίματίοις καταπεπταμένοι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πετάννυμι «απλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”